Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανώλεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώλεια — ἡ, Α [πανώλης] η πανωλεθρία … Dictionary of Greek
πανώλειαν — πανώλεια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)